HomeΓΙΑ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ

Γιατρέ Μου Πως Μπορώ Να Μείνω Έγκυος;

Περιστέρης Γιάννης, Γυναικολόγος

Γιατρέ Μου Πως Μπορώ Να Μείνω Έγκυος;

Tι πρέπει να γνωρίζετε για τις μεθόδους της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.

Έχουν περάσει σχεδόν 27 χρόνια από την ημέρα εκείνη που ήρθε στη ζωή, στο Oldham της Αγγλίας, η Louise Brown, το πρώτο παιδί στον κόσμο που γεννήθηκε με τεχνητή γονιμοποίηση.

Ο όρος «τεχνητή γονιμοποίηση», που την εποχή εκείνη άγγιζε τα όρια του θαύματος για τον μέσο πολίτη, έγινε τα χρόνια που ακολούθησαν καθημερινή πρακτική για εκατομμύρια ανθρώπους που ήθελαν να αποκτήσουν παιδιά, αλλά δεν μπορούσαν.

Σήμερα στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι ζουν ανάμεσά μας τουλάχιστον 200.000 «παιδιά του σωλήνα», όπως ο κόσμος έμαθε να χαρακτηρίζει τα παιδιά που γεννήθηκαν έξω από το ανθρώπινο σώμα, ενώ η ίδια μέθοδος που «άνοιξε τα πανιά για τη ζωή» στη μικρή Λουΐζα θεωρείται πια ξεπερασμένη.

 

Το αφιέρωμα αυτό περιλαμβάνει δύο μέρη.
Στο πρώτο μέρος θα γίνει μια σύντομη αναφορά στις μεθόδους της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής – με έμφαση στην τεχνητή γονιμοποίηση.

Στο δεύτερο, θα επιχειρηθεί μια προσέγγιση των ψυχολογικών επιπτώσεων που έχει για τα ζευγάρια το πρόβλημα της υπογονιμότητας και των δυσκολιών που αυτά αντιμετωπίζουν στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν ένα παιδί.

 

Οι μέθοδοι ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής είναι η τεχνητή σπερματέγχυση και η εξωσωματική γονιμοποίηση.

ΤΕΧΝΗΤΗ ΣΠΕΡΜΑΤΕΓΧΥΣΗ

Η τεχνητή σπερματέγχυση είναι η εισαγωγή σπερματοζωαρίων στο γυναικείο γεννητικό σύστημα με οποιονδήποτε τρόπο εκτός της γενετήσιας επαφής. Η σπερματέγχυση ως μέθοδος υποβοηθούμενης αναπαραγωγής χρησιμοποιείται ελάχιστα, αφενός γιατί δεν έχει τα ίδια ποσοστά επιτυχίας που έχει η εξωσωματική γονιμοποίηση, αφετέρου επειδή για τη χρησιμοποίησή της είναι απαραίτητες ορισμένες προϋποθέσεις.

Οι προϋποθέσεις αυτές είναι να υπάρχει στο ανδρικό σπέρμα ένας φυσιολογικός αριθμός σπερματοζωαρίων με καλή κινητικότητα και καλή προωθητική κίνηση, η ηλικία της γυναίκας να μην ξεπερνά τα 35 έτη και να είναι φυσιολογική τουλάχιστον η μία από τις σάλπιγγές της.

 

ΕΞΩΣΩΜΑΤΙΚΗ ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ

Η εξωσωματική γονιμοποίηση και η μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων αφορούν την γονιμοποίηση εκτός γυναικείου σώματος ωαρίων τα οποία έχουν ληφθεί με επέμβαση από τη γυναίκα που επιθυμεί να αποκτήσει παιδί και τη μεταφορά ενός ή περισσότερων γονιμοποιημένων ωαρίων στην ενδομήτρια κοιλότητα της ίδιας ή άλλης γυναίκας.

« Η εξωσωματική γονιμοποίηση διακρίνεται στη συμβατική εξωσωματική γονιμοποίηση και στη μικρογονιμοποίηση».

Η συμβατική εξωσωματική γονιμοποίηση εφαρμόζεται στις περιπτώσεις εκείνες που το πρόβλημα της υπογεννητικότητας δεν οφείλεται στο σπέρμα, αλλά σε άλλους, ανατομικούς κυρίως, λόγους, όπως αποφραγμένες σάλπιγγες, πολυκυστικές ωοθήκες και ενδομητρίωση. Τεχνικές σχετικές με τη συμβατική εξωσωματική γονιμοποίηση είναι η ενδοσαλπιγγική μεταφορά γαμετών, η ενδοσαλπιγγική μεταφορά ζυγωτών ή γονιμοποιημένων ωαρίων, η κρυοσυντήρηση γενετικού υλικού ή γονιμοποιημένου ωαρίου και η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση.

 

ΜΙΚΡΟΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ

Με τη μικρογονιμοποίηση σχετίζονται οι τεχνικές της ενδοωαριακής έγχυσης σπερματοζωαρίου και της υποβοηθούμενης εκκόλαψης.

Η πρώτη τεχνική αφορά την εισαγωγή ενός σπερματοζωαρίου εντός του ωοκυττάρου επεμβατικά, με μικροχειρισμό, και η δεύτερη τεχνική αφορά τη με επεμβατικό τρόπο διάνοιξη οπής στη διαφανή ζώνη του γονιμοποιημένου ωαρίου με μικροχειρισμό.

Γενικά οι τεχνικές της μικρογονιμοποίησης χρησιμοποιούνται κυρίως όταν το πρόβλημα της υπογονιμότητας οφείλεται στην κακή ποιότητα του σπέρματος. Η τεχνική της μικρογονιμοποίησης, που εφαρμόζεται τα τελευταία δέκα χρόνια, περιόρισε πολύ την ανάγκη χρησιμοποίησης σπερματοζωαρίων από δότη.

 

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ

Η επιτυχία της εξωσωματικής γονιμοποίησης φθάνει το 50-100%

Κάθε γυναίκα που βρίσκεται σε αναπαραγωγική ηλικία και εφόσον ο κύκλος της είναι φυσιολογικός, κάθε 28 ημέρες, κάτω από την επίδραση ορισμένων ορμονών προετοιμάζει το έδαφος για να μπορέσει να γίνει μητέρα.

Έτσι, με τη βοήθεια κυρίως μια ορμόνης που ονομάζεται θυλακιοτρόπος ωριμάζει ένα συνήθως ωοθυλάκιο – σπανίως περισσότερα – που προέρχεται από τη μία από τις δύο ωοθήκες της. Παράλληλα με αυτήν την ωρίμανση, μια άλλη ορμόνη, η οιστραδιόλη, προετοιμάζει το ενδομήτριο για να δεχθεί το έμβρυο, εφόσον τελικά το ωάριο που ωριμάζει γονιμοποιηθεί από κάποιο σπερματοζωάριο.

Αφού το ωοθυλάκιο ωριμάσει αρκετά, κάποια στιγμή, με την επίδραση μιας άλλης ορμόνης, της ωχρινοτρόπου, σπάει και απελευθερώνει το ωάριο, το οποίο έτσι ξεκινάει τα ταξίδι του μέσα στη σάλπιγγα, όπου εάν συναντήσει σπέρμα, θα γονιμοποιηθεί και θα φτάσει γονιμοποιημένο στη μήτρα, όπου θα εγκατασταθεί και θα να αναπτυχθεί. Εάν τελικά δεν γίνει γονιμοποίησή του, τότε θα αποβληθεί ως άχρηστο υλικό με την περίοδο και θα ξεκινήσει από την αρχή ένας νέος κύκλος.

Η προσπάθεια στην εξωσωματική γονιμοποίηση είναι να υποχρεωθεί η ωοθήκη να δημιουργήσει περισσότερα του ενός ωοθυλάκια, ώστε να αυξηθούν τα ωάρια που μπορούν να γονιμοποιηθούν εξωσωματικά.

Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ωαρίων που θα γονιμοποιηθούν εξωσωματικά, τόσο περισσότερες θα είναι οι πιθανότητες για τον εμβρυολόγο να βρει καλής ποιότητας έμβρυα για να τα μεταφέρει στη μήτρα της γυναίκας και να καταστήσει πιο πιθανή την επιτυχία μιας εγκυμοσύνης, που είναι και το ζητούμενο. Η διέγερση των ωοθηκών για πολλαπλή ανάπτυξη ωοθυλακίων είναι, λοιπόν, ο βασικός στόχος της θεραπείας που γίνεται πριν ο γιατρός προχωρήσει στην εξωσωματική γονιμοποίηση. Για να επιτευχθεί ο έλεγχος αυτός, πρέπει να ελεγχθούν απόλυτα από τον γιατρό οι δόσεις των γοναδοτροπινών (θυλακιοτρόπου και ωχρινοτρόπου ορμόνης) και αυτό επιτυγχάνεται μόνο εάν κατασταλεί η παραγωγή τους από την υπόφυση.

Το στάδιο της θεραπείας περιλαμβάνει 2 φάσεις.
Η πρώτη ονομάζεται φάση καταστολής και στη διάρκειά της ο γιατρός προσπαθεί χρησιμοποιώντας ανάλογα της ορμόνης που προκαλεί την παραγωγή των γοναδοτροπινών να σταματήσει την παραγωγή τους.
Έτσι, στη δεύτερη φάση, τη φάση διέγερσης, μπορεί πια ο γιατρός, καθώς δεν παράγονται ορμόνες από τον οργανισμό, να ελέγξει τη διέγερση των ωοθηκών απόλυτα με τη χορήγηση φαρμάκων, που θα τις βοηθήσουν να παραγάγουν περισσότερα ωοθυλάκια.

 

ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΜΒΡΥΟΜΕΤΑΦΟΡΑ

Μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας, η διάρκεια της οποίας εξαρτάται από το πρωτόκολλο που θα ακολουθήσει ο θεράπων ιατρός, γίνεται η ωοληψία, με διακολπική παρακέντηση των ωοθυλακίων κάτω από συνεχή υπερηχογραφικό έλεγχο. Το ωοθυλακικό υγρό μεταφέρεται στο εργαστήριο, όπου γίνεται η ανίχνευση του ωαρίου.

Στη συνέχεια, όλα τα ωάρια που έχουν συλλεχθεί από τα ωοθυλάκια της γυναίκας έρχονται σε επαφή μέσα στο εργαστήριο με το σπέρμα που εν τω μεταξύ έχει δώσει ο σύζυγος της γυναίκας ή κάποιος δότης – στην περίπτωση που το σπέρμα του συζύγου δεν είναι καλό – και ακολουθεί η γονιμοποίησή τους. Το ποσοστό επιτυχίας της γονιμοποίησης των ωαρίων στο εργαστήριο είναι πολύ μεγάλο και κυμαίνεται από 50-100%, όμως αυτό δεν εξασφαλίζει την επιτυχία της εγκυμοσύνης.

Κατόπιν, αφού γίνουν ο έλεγχος και η επεξεργασία των γονιμοποιημένων ωαρίων, τη 2η -3η ημέρα μετά τη γονιμοποίηση επιλέγονται τα καλύτερα από αυτά και γίνεται η εμφύτευσή τους στη μήτρα της γυναίκας.

Η εμβρυομεταφορά είναι κατά κανόνα ανώδυνη και δεν απαιτεί αναισθησία, σε αντίθεση με τη διαδικασία της ωοληψίας.

Ένα δεκαπενθήμερο μετά την εμβρυομεταφορά γίνεται έλεγχος της ορμόνης β-χοριακής γοναδοτροπίνης, η οποία εάν βρεθεί αυξημένη, σημαίνει ότι έχει επιτευχθεί κύηση. Εάν μάλιστα η τιμή αυτή διπλασιαστεί δύο-τρεις ημέρες αργότερα, αυτό σημαίνει ότι η εγκυμοσύνη εξελίσσεται ομαλά, διαφορετικά εμφανίζεται και πάλι περίοδος.

Η όλη διαδικασία αποτελεί έναν κύκλο εξωσωματικής γονιμοποίησης και έχει διάρκεια που κυμαίνεται από δεκαπέντε έως τριάντα ημέρες.

 

ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΠΡΟΕΜΦΥΤΕΥΤΙΚΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ

Τυπικά, 16 ώρες μετά τη γονιμοποίηση επέρχεται η πρώτη κυτταρική διαίρεση. Το έμβρυο αρχίζει να αναπτύσσεται. Παλαιότερα, η εμβρυομεταφορά στη μήτρα γινόταν τη 2η – 3η ημέρα μετά τη γονιμοποίηση. Σήμερα, με την ανάπτυξη ιδανικότερων καλλιεργητικών μέσων, είναι δυνατό το έμβρυο να αναπτυχθεί παραμένοντας εκτός γυναικείας μήτρας ακόμη και για 5-6 ημέρες, μέχρι δηλαδή η ανάπτυξή του να φτάσει στο στάδιο της βλαστοκύστης, όπως ονομάζεται.

Οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να γίνει η εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου όταν φτάσει στη φάση της βλαστοκύστης είναι δύο:
Ο πρώτος είναι για να προστατευθεί μια νέα σε ηλικία γυναίκα που έχει πάρα πολλά ωάρια από τον αυξημένο κίνδυνο μιας πολύδυμης κύησης.

Για να γίνει αυτό τα γονιμοποιημένα ωάρια δεν εμφυτεύονται στη μήτρα τη 2η -3η ημέρα, αλλά παραμένουν 5-6 ημέρες εκτός μήτρας, μέχρι να φτάσουν στη φάση της βλαστοκύστης, ώστε με μεγαλύτερη ασφάλεια και σιγουριά, ύστερα από τον απαραίτητο έλεγχό τους, να γίνει η εμφύτευση εκείνου του ενός ή των δύο που έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν.

Ο δεύτερος λόγος είναι για να υπάρξει η δυνατότητα προεμφυτευτικής διάγνωσης. Η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση είναι η αφαίρεση επεμβατικά, με μικροχειρισμό, πολικών σωματιδίων ή κυττάρων του γονιμοποιημένου ωαρίου, πριν τη μεταφορά του στη μήτρα, προκειμένου αυτά να αναλυθούν γενετικά.

Η προεμφυτευτική διάγνωση χρησιμοποιείται για τον έλεγχο του φύλου του εμβρύου στις περιπτώσεις εκείνες που υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης νοσημάτων η κληρονομικότητα των οποίων καθορίζεται από το φύλο. Χρησιμοποιείται ακόμη για τον γονιδιακό έλεγχο κληρονομικών παθήσεων, όπως είναι η μεσογειακή αναιμία, που είναι συχνή στη χώρα μας, ή η κυστική ίνωση, όταν και οι δύο γονείς είναι φορείς της νόσου και υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εκδήλωσής της στο παιδί τους.

Έχει βρεθεί ότι η άσκοπη χρήση της βλαστοκύστης μπορεί να οδηγήσει σε βλάβες του εμβρύου. Γενικά η βλαστοκύστη δεν χρησιμοποιείται συχνά στην τεχνητή γονιμοποίηση, γιατί είναι πάρα πολύ ευαίσθητη.

Όσο περισσότερο ένα έμβρυο παραμένει εκτός μήτρας, τόσο πιο ευάλωτο γίνεται. Γι’ αυτό και θα πρέπει οι συνθήκες τόσο του χώρου όπου φυλάσσεται όσο και των χειρισμών που γίνονται να είναι άψογες.

Η μεταφορά του γονιμοποιημένου ωαρίου, όταν πια φτάσει στη φάση της βλαστοκύστης, δεν εξασφαλίζει μεγαλύτερα ποσοστά επιτυχίας σε σχέση με τη μεταφορά που γίνεται τη 2η – 3η ημέρα μετά τη γονιμοποίηση.

 

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΗΡΙΞΗ ΣΕ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ

Τα υπογόνιμα άτομα, που είναι υποχρεωμένα να καταφύγουν σε ιατρικώς υποβοηθούμενες μεθόδους αναπαραγωγής, μολονότι το πρόβλημά τους τις περισσότερες φορές οφείλεται σε οργανικά αίτια, χρειάζονται, πέρα από την ιατρική βοήθεια, και σημαντική ψυχολογική στήριξη.

Στα περισσότερα υπογόνιμα ζευγάρια η διάγνωση της υπογονιμότητας έχει όλες εκείνες τις επιπτώσεις που προκαλεί η ξαφνική εμφάνιση ενός προβλήματος υγείας. Το άσχημο ωστόσο με το άτομο ή το ζευγάρι – καθώς τις πιο πολλές φορές επηρεάζεται η ζωή και των δύο συντρόφων – που πληροφορείται ότι έχει πρόβλημα υπογονιμότητας και πρέπει να προχωρήσει σε εξωσωματική γονιμοποίηση είναι ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα θίγει ολόκληρη την υπόστασή του.

Επηρεάζεται η σχέση

«Αυτό συμβαίνει γιατί δυστυχώς η κοινωνία μας θεωρεί λίγο – πολύ δεδομένη τη δυνατότητα ενός ανθρώπου που βρίσκεται σε αναπαραγωγική ηλικία να κάνει ένα παιδί, όποτε αυτός το θελήσει. Δεν γνωρίζει όλος ο κόσμος ότι περίπου το 10% των ανθρώπων έχουν πρόβλημα υπογονιμότητας. Έτσι, λοιπόν, όταν ένα άτομο ξαφνικά ανακαλύψει ότι δεν μπορεί να κάνει παιδί, αισθάνεται ότι διαφέρει από τους γύρω του, ότι δεν είναι φυσιολογικό , και αυτό έχει σοβαρές συνέπειες στην ψυχολογία του και επηρεάζει κάθε τομέα της ζωής του».

Αν ο άντρας αυτός που έχει το πρόβλημα, αυτόματα νιώθει να αμφισβητείται ο ανδρισμός του και χάνει έτσι την αυτοπεποίθησή του στον ερωτικό τομέα και μειώνεται η διάθεσή του για ερωτική επαφή, με αποτέλεσμα να αποξενώνεται από τη σύντροφό του.

Για την υπογόνιμη γυναίκα τα πράγματα συνήθως είναι ακόμη πιο δύσκολα, γιατί η μητρότητα στη συνείδηση πολλών ανθρώπων συνδέεται με την ολοκλήρωση της γυναικείας υπόστασης και λειτουργεί ως απαραίτητη προϋπόθεση της οικογενειακής ευτυχίας. Έτσι, αρκετά συχνά μια υπογόνιμη γυναίκα είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει, πέρα από το ίδιο το πρόβλημα της υπογονιμότητας, και αφόρητη πίεση από το συγγενικό αλλά και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, που περιμένει να δει την απόκτηση ενός παιδιού ως απτή απόδειξη της ικανότητάς της να κάνει ευτυχισμένο τον σύντροφό της.

Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει το πρόβλημα της υπογονιμότητας μια γυναίκα διαφέρει ανάλογα με την ηλικία στην οποία βρίσκεται όταν το πρόβλημα αυτό αποκαλυφθεί.

Είναι γνωστό ότι η αναπαραγωγική ικανότητα μιας γυναίκας μετά τα 35 έτη αρχίζει να αμβλύνεται. Η αίσθηση που υπάρχει σε όλες τις γυναίκες πριν φτάσουν αν διαπιστώσουν ότι έχουν κάποιο πρόβλημα υπογονιμότητας είναι ότι όλα αυτά τα προβλήματα – ιδίως σήμερα – με την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας μπορούν να αντιμετωπιστούν.

Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν γίνει τέτοια βήματα εξέλιξης, που επιτρέπουν σε πολλούς ανθρώπους οι οποίοι με κανέναν τρόπο πριν δεν θα μπορούσαν να αποκτήσουν παιδί, να έχουν αυτή τη δυνατότητα.

Αυτή, ωστόσο, η εξέλιξη δεν θα πρέπει να γίνει «σημαία», γιατί οδηγεί πολλές γυναίκες στη λογική ότι έχουν αρκετό χρόνο μπροστά τους για να ζήσουν ανέμελα, να σπουδάσουν και να κάνουν καριέρα μέχρι τη στιγμή που θα αποφασίσουν να προχωρήσουν στην απόκτηση ενός παιδιού. Αφήνουν έτσι τα χρόνια να περάσουν, με αποτέλεσμα όταν φτάσει αυτή η στιγμή και ξαφνικά διαπιστώσουν ότι δεν μπορούν αν κάνουν παιδιά, να ξαφνιάζονται και να νιώθουν ενοχές που άφησαν τον χρόνο να περάσει. Η επιστήμη λύνει μεν προβλήματα που δεν λύνονταν πριν, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η πάροδος της ηλικίας δεν εξακολουθεί να μειώνει τη γονιμοποιητική ικανότητα των ανθρώπων.

Από την άλλη πλευρά, οι νεότερες γυναίκες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπογονιμότητας αισθάνονται ότι αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα, κάτι το οποίο τις κάνει να νιώθουν «ελαττωματικές».

Ο τρόπος με τον οποίο ένα άτομο θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα της υπογεννητικότητάς του δεν σχετίζεται μόνο με το φύλο και την ηλικία του. Πολύ σημαντικοί παράγοντες είναι η ωριμότητα ενός ατόμου, η δυνατότητα πληροφόρησής του και η βοήθεια που μπορεί να πάρει από το περιβάλλον του.

 

Ο ΠΕΡΙΓΥΡΟΣ

Όσον αφορά το περιβάλλον, πολλές φορές δεν αποτελεί καλό σύμβουλο, και αυτό γιατί ενώ οι πιο πολλοί προσπαθούν να βοηθήσουν από αγάπη ένα ζευγάρι, τελικά δεν το κατορθώνουν, γιατί ουσιαστικά επεξεργάζονται τον δικό τους προβληματισμό και όχι τον προβληματισμό του ζευγαριού.

Ένα λάθος που συχνά γίνεται είναι το να «φορτώνονται» τα ζευγάρια – ιδιαίτερα οι γυναίκες – με το άγχος της υποχρέωσής τους να διατηρούν την ηρεμία τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Σίγουρα ο ψυχολογικός παράγοντας παίζει τον ρόλο του στην έκβαση της προσπάθειας για την απόκτηση ενός παιδιού. Όμως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι είναι απόλυτα φυσιολογικό να νιώθει κάποιος στρες όταν αντιμετωπίζει ένα τέτοιο πρόβλημα και είναι αναγκασμένος να μπει σε μια διαδικασία με εξετάσεις, φάρμακα, μεγάλο οικονομικό κόστος και αβέβαια έκβαση.

Όσοι αρχίζουν μια προσπάθεια απόκτησης παιδιού με εξωσωματική γονιμοποίηση να μην είναι κακοί με τον εαυτό τους, ούτε υπερβολικοί. Να αγχώνονται και να στενοχωριούνται αν είναι δυνατόν μόνο με αυτό που συμβαίνει και όχι για την έκβαση και τις συνέπειες της προσπάθειάς τους ή για γενικότερα ζητήματα της ζωής τους.

peristeris.gr

COMMENTS

WORDPRESS: 0
DISQUS: 0