Όταν ήμουν μικρή, συνήθιζα να πέφτω με το ποδήλατό μου. Κάθε φορά που έπεφτα, χτυπούσα στο ίδιο σημείο, στο γόνατό μου.
Κάθε φορά έτρεχε αίμα. Και κάθε φορά σήκωνα το βλέμμα μου στον ουρανό για να μην το βλέπω. Επειδή φοβόμουν. Τότε ερχόταν η μαμά μου, προσπαθώντας να με πείσει να βάλουμε οξυζενέ, να απολυμάνουμε την πληγή για να μη μολυνθεί κι έπειτα να περιδέσουμε το τραύμα. Ήξερα πως θα τσούξει. Κάθε φορά έτσουζε. Έτσι, ποτέ δεν μπορούσα να υποχωρήσω από την αρχή. Πάντοτε διαμαρτυρόμουν και αντιστεκόμουν στη φροντίδα, σαν αυτή η φροντίδα να με πονούσε περισσότερο από την ίδια την πληγή.
Ευτυχώς για μένα, δεν είχα και πολλά περιθώρια περαιτέρω άρνησης. Η ασφάλεια της παρουσίας της μαμάς μου με έκανε να υποχωρήσω σφίγγοντας για λίγο τα δόντια. Αυτό ήταν! Δευτερόλεπτα πόνου. Και μετά το ξεχνούσα. Ήμουν χαρούμενη και ξαναγύριζα στο παιχνίδι μου.
Σε ένα παράλληλο σύμπαν, θα μπορούσα να έχω επιδείξει περισσότερη άρνηση και τελικά να αφήναμε το τραύμα ακάλυπτο, εκτεθειμένο σε κάθε πιθανότητα μόλυνσης, μικρής ή μεγαλύτερης, ανάλογα με το βάθος της πληγής.
Μεγάλωσα αρκετά για να κατανοήσω πως οτιδήποτε μας πονάει θα πιάνει πάντα όσο χώρο του αφήνουμε. Όσο περισσότερο υποκρινόμαστε πως δεν υπάρχει, όσο περισσότερο το αγνοούμε, τόσο μεγαλύτερη ελευθερία έχει να αλωνίζει και να ανακατεύει ό, τι αγγίζει στο πέρασμά του. Οι στενοχώριες, οι ενοχές, ο πόνος και κάθε δυσάρεστο συναίσθημα μπορούν να λειτουργούν με μεγάλη διαύγεια κάτω από το απόλυτο σκοτάδι. Ο μόνος τρόπος να νικηθούν είναι να επουλωθούν.
Όμως, όσο πιο τραυματισμένοι, φοβισμένοι ή ευάλωτοι αισθανόμαστε τόσο πιο δύσκολα είμαστε σε θέση να επιχειρήσουμε εσωτερικές ανασκαφές, να ασχοληθούμε με το τι μας συμβαίνει, να φέρουμε στην επιφάνεια κάποιο ενδεχόμενο τραύμα και στη συνέχεια να το επιλύσουμε. Πολύ απλά διότι κυριευόμαστε από την ιδέα ότι όταν κάτι δεν το συζητάμε ή δεν το διερευνούμε παύει να υπάρχει, κατά τον ίδιο τρόπο που ένα βρέφος λίγων μηνών ζωής αισθάνεται πως οτιδήποτε εξαφανίζεται από το οπτικό του πεδίο, παύει να υπάρχει.
Κατά αντιστοιχία, η ψυχοθεραπεία, ως μια διαδικασία επούλωσης, συχνά γίνεται αντικείμενο σκεπτικισμού ή και δισταγμών από κάποιους ανθρώπους. Ωστόσο, οποιαδήποτε προκατάληψη τέτοιου τύπου συχνά υποκρύπτει λανθάνοντες φόβους ότι θα έρθουν στην επιφάνεια θραύσματα «άρρωστων» σκέψεων, συναισθημάτων και φαντασιώσεων που για καιρό βρίσκονται απωθημένα στο ασυνείδητο.
Αυτοί οι ενδεχόμενοι φόβοι φαίνεται να οδηγούν με τη σειρά τους σε ασυνείδητες σκέψεις του τύπου: «Αν σκαλίσω το τραύμα μου θα πονέσει.» ή «Καλά είμαι όσο δεν γνωρίζω αυτά που φοβάμαι να γνωρίσω.» ή «Αν πάω σε ψυχολόγο/ψυχίατρο/ψυχοθεραπευτή, οι άλλοι θα με θεωρήσουν ‘τρελό’.» κ.ο.κ. Πρόκειται για ασυνείδητες διαγενεολογικές μεταβιβάσεις ή παλινδρομήσεις στα παρελθοντικά στερεότυπα που έτειναν να δαιμονοποιούν ό, τι δεν μπορούσε να γίνει κατανοητό.
Αυτή η τάση, ωστόσο, έχει παρέλθει. Σήμερα όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν υποστήριξη μέσα από μία βαθιά, αληθινή, ψυχοθεραπευτική διαδρομή. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την απόφαση διαδραματίζει σίγουρα η χημεία μεταξύ του θεραπευτή και του θεραπευόμενου, καθώς και η επιλογή της ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης, η οποία θα πρέπει να είναι τέτοια που να ταιριάζει στον θεραπευόμενο. Από εκεί και πέρα, οι διορθωτικές εμπειρίες που δύνανται να βιωθούν στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας, δίνουν τη δυνατότητα στο άτομο να δει με άλλη οπτική τη ζωή του, χτίζοντας θεμέλια για τη συναισθηματική και ψυχική του βελτίωση.
Μιλώντας για διορθωτικές εμπειρίες, αναφερόμαστε στο σύνολο των εμπειριών που επιτρέπουν στο άτομο να ερμηνεύει με πιο θετικό τρόπο τη ζωή του. Μάλιστα, έρευνες δείχνουν πως οι διορθωτικές εμπειρίες εντός ψυχοθεραπείας φαίνεται να επιδρούν στη βιοχημεία του εγκεφάλου, δημιουργώντας νέες καταγραφές που δίνουν στο άτομο τη δυνατότητα να αντικαταστήσει δυσλειτουργικές συμπεριφορές και τρόπους σκέψεις με άλλες πιο βοηθητικές για το ίδιο και για τους ανθρώπους με τους οποίους σχετίζεται. Αυτές οι νέες καταγραφές, φαίνεται να επιδρούν όχι μόνο στο ίδιο το άτομο αλλά τείνουν να μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά, ωφελώντας τα παιδιά, τα εγγόνια ή ακόμη και τα δισέγγονά του.
Από κάθε άποψη, η ψυχοθεραπεία είναι μια μοναδική συναισθηματική εμπειρία που μπορεί να αλλάξει τη ζωή μας!
Τα πιο ισχυρά όπλα σε αυτή τη διαδρομή είναι το ψυχικό «κράτημα», η ενσυναίσθηση, η αποδοχή, η κατανοητικότητα, η ενεργητική ακρόαση, το ενδιαφέρον, η ενστάλαξη ελπίδας. Για να τεθούν σε λειτουργία, χρειάζεται ένα βασικό συστατικό. Χημεία μεταξύ των δύο.
Επίσης, πίσω από τα ταμπού απέναντι στην ψυχοθεραπεία ενδέχεται να καιροφυλακτεί ο ασυνείδητος φόβος ότι μέσα από τη σχέση θεραπευτή-θεραπευόμενου θα επαναληφθούν ασυνείδητα μοτίβα δυσλειτουργικών σχέσεων (π.χ. ο φόβος κάποιου ατόμου ότι ο θεραπευτής θα είναι απορριπτικός, όπως ηταν και η μητέρα του).
Σίγουρα δεν είναι όλες οι θεραπευτικές και θεωρητικές προσεγγίσεις ταιριαστές σε όλους. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το πλησίασμα στα συναισθήματα και στην ψυχή μας είτε επιτυγχάνεται στο πλαίσιο μιας ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας είτε προσφέρεται μέσα από μια «θεραπευτική» ανθρώπινη σχέση μπορεί να είναι ευεργετικό.
psychotherapy-athanasiou.gr
0 Σχόλια