Ένα αρκετά κοινό πρόβλημα για το οποίο πολλοί ψάχνουν διάφορες λύσεις είναι η μείωση της νυχτερινής όρασης. Το πρόβλημα αυτό επιδεινώνεται με την αύξηση της ηλικίας του πληθυσμού, τoν αυξημένο χρόνο παραμονής των ατόμων έξω από το σπίτι κατά τις νυχτερινές ώρες, τα συχνά νυχτερινά ταξίδια και κυρίως στην οδήγηση.
Τελευταία έχουν κατασκευαστεί για στρατιωτικούς σκοπούς ειδικές πανάκριβες μάσκες για νυχτερινή όραση οι οποίες ενισχύουν ηλεκτρονικά το φως όταν είναι σε χαμηλή ένταση.
Όμως αυτή τη στιγμή, αυτή η τεχνολογία δεν είναι προσιτή στο ευρύ αγοραστικό κοινό.
Στη σύγχυση η οποία υπάρχει στους καταναλωτές έρχονται να προστεθούν πολλές εταιρίες οι οποίες διαθέτουν τα αποκαλούμενα «γυαλιά για νυχτερινή οδήγηση». Παρόλα αυτά οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν στο ότι αυτοί οι ισχυρισμοί είναι αβάσιμοι γιατί στην πραγματικότητα κανένας χρωματισμένος φακός δεν μπορεί να βελτιώσει την νυχτερινή όραση. Για να καταλάβουμε καλύτερα πως μπορούμε να διατηρήσουμε την καλύτερη δυνατή νυχτερινή όραση, ας δούμε τον μηχανισμό της προσαρμογής των ματιών στην νυχτερινή όραση και τις συνθήκες οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν την μείωσή της.
Ο μηχανισμός της προσαρμογής στην νυχτερινή όραση.
Πολλές φορές παραβλέπεται το γεγονός ότι η βασική προϋπόθεση για να έχουμε όραση είναι το φως. Και πραγματικά ο ορισμός του φωτός είναι η ικανότητά του να προκαλεί το αίσθημα της όρασης.
Για να έχουμε όραση απαιτείται ένα αντικείμενο εντός του οπτικού πεδίου το οποίο να είναι είτε σκουρότερο είτε πιο ανοιχτό από τον περιβάλλοντα χώρο. Είτε στην περίπτωση που έχουμε άπλετο φως χωρίς κανένα αντικείμενο, αλλά είτε και στην περίπτωση που έχουμε απόλυτο σκοτάδι το αποτέλεσμα είναι η μη ομαλή τέλεση του φαινομένου της όρασης. Σε τέτοιες περιπτώσεις τα μάτια τείνουν να εστιάζουν σε μια απόσταση περίπου 75 εκατοστών. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως νυχτερινή μυωπία. Η κανονική λειτουργία της όρασης οφείλεται σε δύο διαφορετικούς τύπους νευρικών κυττάρων (φωτοϋποδοχέων) στον αμφιβληστροειδή χιτώνα τα γνωστά κωνία και ραβδία.
Σε κάθε μάτι υπάρχουν περίπου 7 εκατομμύρια κωνία, πυκνά τοποθετημένα στην περιοχή της ωχράς κηλίδας (κεντρικό σημείο του αμφιβληστρειδή), τα οποία είναι ευαίσθητα σε υψηλά επίπεδα φωτός και είναι υπεύθυνα για την όραση κατά την διάρκεια της ημέρας. Απορροφώντας επιλεκτικά το φως το οποίο φθάνει σε αυτά, έχουν την ικανότητα να βελτιώνουν την ποιότητα της εικόνας και είναι υπεύθυνα για το μεγαλύτερο μέρος της οπτικής μας οξύτητας. Για να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή οπτική οξύτητα είναι αναγκαίο, η ένταση του φωτός να φθάνει πάνω από ένα συγκεκριμένο επίπεδο. Τα κωνία είναι επίσης υπεύθυνα για την αντίληψη των χρωμάτων. Υπάρχουν τρία διαφορετικά είδη κωνίων, καθένα από τα οποία είναι εξειδικευμένο να ανιχνεύει επιλεκτικά το μπλε, το πράσινο και το κόκκινο φως του φάσματος. Όταν η ένταση του φωτός είναι χαμηλή τα κωνία δεν διεγείρονται, μειώνοντας έτσι δραματικά την ικανότητα των ματιών να «διακρίνουν» τα χρώματα. Τότε ενεργοποιούνται τα ραβδία.
Υπάρχουν περίπου 120 εκατομμύρια ραβδία κατανεμημένα σε όλη την επιφάνεια του αμφιβληστροειδή χιτώνα τα οποία περιέχουν την χημική ουσία ροδοψίνη (παράγωγο της βιταμίνης Α) η οποία είναι ευαίσθητη σε πολύ χαμηλά επίπεδα έντασης του φωτός. Κατά την διάρκεια της ημέρας που τα επίπεδα του φωτός είναι υψηλά η ροδοψίνη απενεργοποιείται (αποχρωματίζεται) προκαλώντας έτσι μία καθυστέρηση στην προσαρμογή των ματιών στο σκοτάδι μειώνοντας με αυτό τον τρόπο την ευαισθησία τους σε χαμηλά επίπεδα φωτός.
Ένας απλός τρόπος για να καταλάβουμε τον ρόλο των κωνίων και των ραβδίων είναι να τα θεωρήσουμε σαν διαφορετικά φίλμ μιας φωτογραφικής μηχανής, καθένα από τα οποία έχει διαφορετική ταχύτητα. Η ίριδα δεν είναι ικανή να ελέγξει το μεγάλο αυτό φάσμα επιπέδων φωτός στο οποίο εκτίθενται τα μάτια. Γι΄αυτό τα μάτια χρειάζονται ένα γρήγορο φίλμ (ραβδία για την νυχτερινή όραση) για χαμηλές συνθήκες φωτός και ένα αργό φίλμ (κωνία για την όραση την ημέρα) για υψηλά επίπεδα φωτός. Ο αμφιβληστροειδής «αλλάζει αυτόματα φίλμ» όταν βρισκόμαστε σε διαφορετικές συνθήκες φωτός. Η προσαρμογή στο σκοτάδι είναι στην ουσία ο χρόνος που χρειάζεται το μάτι για να αλλάξει το φίλμ του από αργό σε γρήγορο έτσι ώστε να βγάζει καλές φωτογραφίες το βράδυ.
Αιτίες της μείωσης της νυχτερινής όρασης.
Βασικά υπάρχουν 5 μηχανισμού οι οποίοι μπορούν να προκαλέσουν μείωση της νυχτερινής όρασης.
1. Νυχτερινή μυωπία.
2. Απώλεια της ευαισθησίας των φωτουποδοχέων του ματιού.
3. Απορρόφηση και διάχυση του φωτός από εσωτερικούς σχηματισμούς του ματιού (π.χ. κρυσταλλοειδής φακός).
4. Ανταγωνιστικές αντανακλάσεις από το περιβάλλον και θάμπωμα από κοντινές φωτεινές πηγές (π.χ. προβολείς των αυτοκινήτων).
5. Κοιτώντας μέσα από σκούρα γυαλιά, παράθυρα ή παρμπρίζ.
Ας εξετάσουμε την κάθε περίπτωση χωριστά:
1. Νυχτερινή μυωπία
Όταν τα μάτια λειτουργούν χωρίς αρκετό φωτισμό και αντίθεση (κοντράστ) έτσι ώστε να διακρίνουν ένα αντικείμενο καθαρά, εστιάζουν από μόνα τους σε μια απόσταση περίπου 75 εκατοστών. Εργαστηριακές μελέτες μας έχουν δείξει ότι η νυχτερινή μυωπία αρχίζει να παρουσιάζεται σε εκείνα τα επίπεδα φωτισμού στα οποία έχουμε την επάνοδο της λειτουργίας των ραβδίων (νυχτερινή όραση) και αυξάνεται με μέγιστο τις 1,35 διοπτρίες. Ορισμένοι γιατροί μπορεί να χορηγήσουν μια πρόσθετη αρνητική διόρθωση σε ασθενείς οι οποίοι αναφέρουν δυσκολίες σχετικές με την νυχτερινή μυωπία. Παρ΄όλα αυτά πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή ώστε να μην γίνει υπερδιόρθωση καθώς τα μάτια συχνά βρίσκονται σε μια μεταβατική κατάσταση μεταξύ νυκταλωπικής και φωτοπικής κατάστασης της όρασης όπως για παράδειγμα κατά τη διάρκεια της νυχτερινής οδήγησης.
2. Απώλεια της ευαισθησίας.
Η ολική απώλεια της οπτικής ευαισθησίας μπορεί να είναι είτε προσωρινή είτε μόνιμη. Η έκθεση των ματιών στην ηλιακή ακτινοβολία έχει μια προσωρινή και αθροιστική επίδραση στην επακόλουθη ικανότητα να βλέπουμε την νύχτα. Καθημερινή δίωρη ή τρίωρη έκθεση των ματιών στον ήλιο μπορεί να καθυστερήσει την προσαρμογή στη νυχτερινή όραση περισσότερο από μία ώρα. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι η έκθεση αυτή μπορεί να μειώσει την οπτική οξύτητα, την οξύτητα στις αντιθέσεις (κοντράστ) και την συνολική ευαισθησία των ματιών κατά 50%. Μπορεί να επηρεαστεί ακόμη και η ικανότητα αναγνώρισης των αλλαγών της φωτεινότητας. Αυτό είναι αποτέλεσμα της διατήρησης του αποχρωματισμού της ροδοψίνης για μεγάλο χρονικό διάστημα (φωτοχημικής ουσίας των ραβδίων) η οποία είναι η βασική υπεύθυνη για την όραση σε κατάσταση χαμηλού φωτισμού. Με αυτόν τον τρόπο έχει αποδειχθεί ότι η νυχτερινή μας όραση είναι καλύτερη το χειμώνα και χειρότερη το καλοκαίρι. Αυτού του είδους οι οπτικές απώλειες αποκαθίστανται μετά από 24ωρη προστασία από την έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία.
Έχει αποδειχτεί πως τα γυαλιά ηλίου όταν είναι σχεδιασμένα να απορροφούν το 85 – 90 % του οπτικού φάσματος μπορούν να προλάβουν αυτό το είδος της απώλειας της νυχτερινής όρασης. Εκείνα τα γυαλιά που έχουν απορροφητικότητα 65-50% (ελαφρά χρωματισμένα) στο οπτικό φάσμα δεν είναι ικανά να προλάβουν αυτό το φαινόμενο και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται στο δυνατό ηλιακό φως.
Ένα άλλο είδος απώλειας της όρασης είναι ο εκφυλισμός της ωχράς κηλίδας. Πρόκειται για μια ασθένεια του αμφιβληστροειδή χιτώνα η οποία αποτελεί τον κύριο λόγο οπτικής αναπηρίας στην Αμερική μεταξύ ατόμων ηλικίας άνω των 55 ετών. Γίνονται μελέτες από την επιστημονική κοινότητα για να διαπιστωθεί ο πιθανός ρόλος της παρατεταμένης έκθεσης στην υπεριώδη ακτινοβολία (UV) και του μικρού μήκους κύματος μπλε φωτός, στην ανάπτυξη αυτής της ασθένειας. Πολλοί ειδικοί πιστεύουν πως πρέπει να χρησιμοποιούνται προληπτικά, προστατευτικά γυαλιά ηλίου απορροφητικά στην υπεριώδη και την μικρού κύματος μπλε ακτινοβολία, μέχρι να αναλυθεί καλύτερα η σχέση μεταξύ ηλιακής ακτινοβολίας και εκφυλισμού της ωχράς κηλίδας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως κανένα είδος γυαλιών ηλίου δεν μπορεί να προστατέψει στην λαμπρότητα του ίδιου του ήλιου και γι’ αυτό εάν κοιτάξουμε απευθείας τον ήλιο ή μια ηλιακή έκλειψη μπορεί να προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά στους φωτοϋποδοχείς των ματιών.
Σημεία που πρέπει να θυμόμαστε σχετικά με την νυχτερινή όραση, όταν συζητάμε με κάποιο καταναλωτή.
– Τα ανθρώπινα μάτια χρειάζονται περίπου 1 ώρα για να προσαρμοστούν ολοκληρωτικά στην νυχτερινή όραση.
– Τη νύχτα τα φυσιολογικά μάτια μπορούν να διακρίνουν ένα καντήλι από απόσταση 16 χιλιομέτρων.
– Τη νύχτα η αντίληψη των χρωμάτων μειώνεται σημαντικά, ενώ όταν τα μάτια προσαρμοστούν τελείως σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού, δεν βλέπουν καθόλου χρώματα.
– Το ποσοστό των αυτοκινητιστικών ατυχημάτων κατά τη διάρκεια της νύχτας είναι περίπου 4 φορές μεγαλύτερο από ότι κατά τη διάρκεια της ημέρας.
– Εάν κάποιος που οδηγεί την νύχτα χρησιμοποιεί γυαλιά με σκουρότητα 50% έχει αποδειχτεί πως η όρασή του μειώνεται κατά 60%.
– Τα άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών χρειάζονται τον διπλάσιο φωτισμό από τους νεώτερους.
3. Απορρόφηση και διάχυση του φωτός από εσωτερικούς σχηματισμούς του ματιού
Στη βρεφική ηλικία η διαύγεια των εσωτερικών σχηματισμών των ματιών είναι πολύ μεγάλη. Καθώς κάποιος μεγαλώνει συμβαίνουν διάφορες αλλαγές στα μάτια οι οποίες μειώνουν την ποσότητα του φωτός που εισέρχεται και φτάνει στον αμφιβληστροειδή. Οι κόρες των ματιών γίνονται μικρότερες και λιγότερο ευαίσθητες στο φως. Αλλαγές επίσης μπορούν να λάβουν χώρα και στον κρυσταλλοειδή φακό, ο οποίος κιτρινίζει και γίνεται λιγότερο διαυγής. Σαν αποτέλεσμα έχουμε αύξηση της διάχυσης και της απορρόφησης του ορατού φωτός και ιδιαίτερα στο χαμηλού μήκους κύματος μπλε μέρος του φάσματος. Πιστεύεται πως ορισμένες από αυτές τις αλλαγές συμβαίνουν λόγω φωτοχημικών αλλαγών οι οποίες λαμβάνουν χώρα από την παρατεταμένη έκθεση σε υπεριώδεις ακτίνες. Το φως το οποίο διαχέεται μπορεί να προκαλεί ενοχλητικές διαταραχές τη νύχτα, κυρίως όταν με δυνατά φώτα όπως αυτά από τους προβολείς των επερχόμενων αυτοκινήτων. Άτομα με καταρράκτη σε εξέλιξη συνήθως αντιμετωπίζουν το πρόβλημα του εκτυφλωτικού θαμπώματος, κυρίως τη νύχτα.
Εργαστηριακές μελέτες έδειξαν πως η υπεριώδης ακτινοβολία που απορροφάται από τον κρυσταλλοειδή φακό προκαλεί το θάμπωμά του. Μία πρόσφατη μελέτη που έγινε σε ψαράδες έδειξε πως αυτοί που έχουν εκτεθεί σε υπεριώδη ακτινοβολία UVB είναι πιο πιθανό να έχουν ή να αποκτήσουν κάποιους συγκεκριμένους τύπους καταρράκτη. Έχει επίσης αποδειχτεί πως με την αφαίρεση του καταρράκτη μπορούν να βελτιωθούν σημαντικά τα συμπτώματα εκτυφλωτικού θαμπώματος, νυχτερινής όρασης και οπτικής οξύτητας.
Δυνατά φώτα, αντανακλάσεις και εκτυφλωτικό θάμπωμα.
Το πόσο καλά μπορεί κανείς να δει τη νύχτα εξαρτάται από το πόσο ανεπιθύμητο φως υπάρχει από εξωτερικές φωτεινές πηγές. Οι προβολείς των επερχομένων αυτοκινήτων μπορούν στιγμιαία να κάνουν τον αμφιβληστροειδή χιτώνα τυφλό από το θάμπωμα, μειώνοντας την όραση μέχρι το μάτι να επαναπροσαρμοστεί στο σκοτάδι. Επίσης αντανακλάσεις που πολύ συχνά είναι πολύ λαμπερές σε σχέση με το σκοτεινό υπόλοιπο πεδίο, μπορεί να προέρχονται από τους υαλοκαθαριστήρες, τους καθρέφτες και την επιφάνεια του δρόμου (κυρίως όταν αυτός είναι βρεγμένος). Το αποτέλεσμα είναι παρόμοιο με κάποιον που προσπαθεί να κοιτάξει έξω από ένα παράθυρο τη νύχτα έχοντας αναμμένα τα φώτα του δωματίου. Το φως που αντανακλάται από το παράθυρο λειτουργεί σαν ένα πέπλο, δυσκολεύοντας πολύ την όραση προς τα έξω.
5. Κοιτώντας μέσα από σκούρα γυαλιά, παράθυρα ή παρμπρίζ
Οποιαδήποτε σκουρότητα των γυαλιών είναι πολύ σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού. Όταν οδηγεί κανείς την νύχτα με τους κανονικούς προβολείς αναμμένους μπορεί να διακρίνει σε απόσταση περίπου ενός γηπέδου ποδοσφαίρου. Το αποτέλεσμα των βαμμένων γυαλιών (οποιουδήποτε χρώματος) είναι να μειώσει αυτή την απόσταση, όσο σκουρότερα είναι τα γυαλιά τόσο μικρότερη γίνεται η απόσταση που μπορεί κανείς να διακρίνει. Το πρόβλημα είναι ακόμη μεγαλύτερο στα άτομα μεγάλης ηλικίας.
Πώς μπορεί κανείς να διατηρήσει άριστη νυχτερινή όραση προστατεύοντας τα μάτια του από τον ήλιο;
Με βάση τις παραπάνω πληροφορίες, υπάρχουν ορισμένα πράγματα τα οποία μπορεί να κάνει κάποιος για τη βελτίωση της νυχτερινής του όρασης. Για να βελτιωθεί λοιπόν η νυχτερινή όραση πρέπει να χρησιμοποιούνται γυαλιά ηλίου κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τα γυαλιά αυτά πρέπει περιληπτικά να πληρούν τα παρακάτω κριτήρια:
– Τα γυαλιά ηλίου πρέπει να σταματούν αρκετό φως από το ορατό φάσμα έτσι ώστε να προστατεύουν την ευαισθησία του αμφιβληστροειδή την νύχτα.
– Τα γυαλιά ηλίου δεν πρέπει να είναι υπερβολικά σκούρα έτσι ώστε να μην μειώνουν την οπτική οξύτητα κατά τη διάρκεια της χρήσης τους.
– Τα γυαλιά ηλίου πρέπει να προστατεύουν πλήρως από την υπεριώδη ακτινοβολία UVB, η οποία προκαλεί φωτοκερατίτιδα (τύφλωση του χιονιού) και έχει συνδεθεί με την ανάπτυξη του καταρράκτη.
– Τα γυαλιά ηλίου πρέπει να προστατεύουν πλήρως από την υπεριώδη ακτινοβολία UVA, η οποία πιστεύεται από ορισμένους ερευνητές επιστήμονες πως είναι επιβαρυντικός παράγοντας στην ανάπτυξη του καταρράκτη και σε ορισμένες ανωμαλίες του αμφιβληστροειδή.
– Τα γυαλιά ηλίου πρέπει να μειώνουν την μετάδοση του χαμηλού μήκους κύματος μπλε φωτός, το οποίο πιστεύεται από ορισμένους ερευνητές επιστήμονες, πως μπορεί να συμβάλλει στον εκφυλισμό της ωχράς κηλίδας και την ανεπανόρθωτη απώλεια της ευαισθησίας του αμφιβληστροειδή, χωρίς όμως να διαστρεβλώνουν σημαντικά την αντίληψη των χρωμάτων.
Τα γυαλιά ηλίου πρέπει να ταιριάζουν καλά στο πρόσωπο και να δείχνουν όμορφα έτσι ώστε ο χρήστης τους να τα χρησιμοποιεί όσο το δυνατόν συχνότερα, πράγμα που αυξάνει την προστασία του.
gotzaridis.gr
0 Σχόλια